βομβαρδισμός

βομβαρδισμός
Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του ηθικού του αντιπάλου, πριν εξαπολυθεί η τελική έφοδος από το πεζικό. Με την εξέλιξη των τεχνικών μέσων, ο β. αναπτύχθηκε κατά διάφορους τρόπους, ακόμα και ανεξάρτητα από τη δράση του πεζικού. Ο από αέρος β. εφαρμόστηκε ευρύτατα κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (β. μικρού ή μεγάλου ύψους, μαζικός, κάθετης εφόρμησης, τακτικός, στρατηγικός) ώστε υποκατέστησε σε πολλές περιπτώσεις το πυροβολικό σε αποστολές που ανήκαν άλλοτε σε αυτό. Κατά τις επιθετικές επιχειρήσεις του πολέμου 1939-45, η δράση του πεζικού, που ακολούθησε τις μάζες των θωρακισμένων, υποστηριζόταν άμεσα, εκτός από το πυροβολικό, και από καταδιωκτικά-βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Κατά τις συνδυασμένες αποβατικές επιχειρήσεις, οι μαζικοί β. από πλοία και κυρίως από αεροπλάνα ορμώμενα από αεροπλανοφόρα ή από βάσεις ξηράς κατέβαλαν οχυρότατες παράκτιες αμυντικές τοποθεσίες και επέτρεψαν στα αποβατικά μέσα να προσεγγίσουν την ακτή και να αποβιβάσουν τα στρατεύματα. Στις αποβάσεις στις ακτές της Μεσογείου, της Νορμανδίας και στα νησιά του Ειρηνικού προηγήθηκαν πάντοτε σφοδροί β. από τη θάλασσα και τον αέρα, οι οποίοι εξουδετέρωσαν τα πάντα, εκτός από λίγες, καλά οχυρωμένες θέσεις. Ένας ιδιαίτερος τύπος αεροναυτικού β. είναι ο ανθυποβρυχιακός. Η κατάδυση δεν προφυλάσσει τα υποβρύχια από τις συνέπειες της έκρηξης των βομβών σε βάθος που προκαθορίζεται από το επιτιθέμενο πλοίο ή αεροπλάνο. (Φυσ.) Με τον όρο β. εννοείται η δράση ισχυρών επιταχυνόμενων ατομικών σωματιδίων επί ορισμένων ουσιών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα φαινόμενα φωταύγειας ή εκπομπή ιδιαίτερων ακτινοβολιών. Βομβαρδισμός γερμανικών στόχων από αμερικανικά αεροπλάνα στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Βομβαρδισμός με κάθετη εφόρμηση από γερμανικό αεροπλάνο, στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
* * *
ο
1. η προσβολή ενός στόχου με βόμβες ή βλήματα που εκτοξεύονται από πυροβόλα, αεροπλάνα ή από οποιοδήποτε βλητικό σύστημα
2. συνεχές σφυροκόπημα με διάφορα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βομβαρδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βομβαρδισμός — ο επίθεση με βλήματα και βόμβες: Τα καταφύγια χρησιμεύουν για να προφυλαγόμαστε σε περίπτωση βομβαρδισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Βερνέ — (Vernet). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων. 1. Κλοντ Ζοζέφ Β. (Claude Joseph Vernet, Αβινιόν 1714 – 1789). Από τον πατέρα του, Αντουάν B., επίσης ζωγράφο, διδάχτηκε σε παιδική ηλικία το σχέδιο. Σε ηλικία 18 ετών πήγε στην Ιταλία όπου παρέμεινε …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”